Η εμπορευματική ανταλλακτική σχέση καταστρέφει την κοινότητα. Κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους μόνο ως προμηθευτές αγαθών. H χρησιμότητα του προϊόντος που φτιάχνω με σκοπό να το μετατρέψω σε εμπόρευμα για ανταλλαγή δεν με ενδιαφέρει πλέον. Με ενδιαφέρει μόνο η χρήση του προϊόντος που θα πάρω σε αντάλλαγμα. Αλλά και για αυτόν που μου το πουλάει, η χρήση που του κάνω εγώ δεν τον απασχολεί, αφού το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αξία χρήσης αυτού που παρήγαγα. Ό,τι είναι αξία χρήσης για τον έναν είναι μόνο ανταλλακτική αξία για τον άλλον και αντιστρόφως. "Με τη γέννηση της ανταλλαγής μέσα στην κοινότητα, η εργασία δεν είναι πλέον η ικανοποίηση των αναγκών από τη συλλογικότητα, αλλά το μέσο για να αποκτήσει κανείς από τους άλλους ό,τι ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες".
Στη συνεχώς επεκτεινόμενη σφαίρα της εμπορευματικής ανταλλαγής, τα υποκείμενα αναγκάζονται να συμπεριφέρονται ως απόμακροι παρατηρητές και όχι σαν πρωταγωνιστές της κοινωνικής ζωής (το ρόλο του πρωταγωνιστή αναλαμβάνουν τα πράγματα), επειδή ο αμοιβαίος υπολογισμός του όφελους που μπορεί να κερδίσει κάποιος σε σχέση με τους άλλους απαιτεί μια (κερδοσκοπική) λογική και χωρίς συναισθήματα στάση. Αυτού του είδους η συμπεριφορά γίνεται “δεύτερη φύση” και καθορίζει την συμπεριφορά του ατόμου σε όλο το φάσμα της καθημερινότητάς του. Υπό αυτές τις συνθήκες, το άτομο ταυτίζεται με τα πράγματα που κατέχει και διαθέτει για ανταλλαγή.
Και επειδή σχεδόν όλες οι ανταλλαγές στις σύνθετες κοινωνίες του καταμερισμού και της ειδίκευσης δεν είναι εφικτό να γίνουν μεταξύ των ενδιαφερομένων, μπορούν να γίνονται ευκολότερα απρόσωπα με ενδιάμεσο το χρήμα.
Έτσι, ιδιαίτερα στον καπιταλισμό, το μέσο έγινε σκοπός και η ζωή στα πλαίσιά του μετασχηματίσθηκε σε ένα συνεχές κυνήγι, το κυνήγι του χρήματος. Γιατί τελικά αυτό που το χρήμα «διευκολύνει» δεν είναι μόνο την κατοχή των αντικειμένων-αγαθών, αλλά την ανταλλαγή του ενός με το άλλο.
Με αυτή την έννοια και τα τοπικά νομίσματα, αν το μόνο που εκφράζουν είναι η ευκολία για τις ανταλλαγές αγαθών και εργασίας στα πλαίσια μιας κοινότητας ανθρώπων, τότε δεν διαφέρουν και πολύ από το συμβατικό χρήμα. Αν ο καθένας καθορίζει την ανταλλακτική αξία αυτών που προσφέρει με γνώμονα το τι μπορεί να εξασφαλίσει σαν χρήση για τον εαυτό του από τους άλλους και όχι με κριτήριο για το πόσο είναι κοινωνικά χρήσιμα στους άλλους και άρα τα προσφέρει ταυτόχρονα και από αλληλεγγύη προς τη κοινότητα, τότε υπάρχει πρόβλημα για την εξέλιξη του ενελλακτικού νομίσματος, πέρα από το πρόβλημα της συσσώρευσης. Αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό όσον αφορά στην προσφορά της εργασίας. Αν κάποιος θεωρεί ότι η δικιά του εργασία είναι χρησιμότερη από την εργασία κάποιου άλλου, την κοστολογεί 'ακριβότερα' σε μονάδες του τοπικού νομίσματος και έτσι θα απαιτεί μεγαλύτερη ποσότητα "κατώτερης" εργασίας. Όμως η βιωσιμότητα της κοινότητας εξαρτάται ακριβώς από τις διαφορετικές αυτές εργασίες, που είναι εξίσου αναγκαίες για την ύπαρξή της. Μπορεί λοιπόν, και στις περισσότερες περιπτώσεις πρέπει, να τις αξιολογίσει ισότιμα και να τις ανταμείβει το ίδιο. Αυτό σημαίνει όμως ότι θα πρέπει από την αρχή να υπάρχει μια τέτοια συμφωνία στα πλαίσια ενός τοπικού συστήματος ανταλλαγών και αλληλεγγύης, και όχι αυτό να καθορίζεται από το κάθε μέλος.
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου